θυμιατήρι — Ειδικό μεταλλικό σκεύος, μέσα στο οποίο καίγεται το θυμίαμα (συνήθως λιβάνι) κατά τη διάρκεια του θυμιατίσματος των ιερών εικόνων ναών και σπιτιών ή του εκκλησιάσματος. Στην απλή μορφή του, όπως αυτή που χρησιμοποιείται κυρίως στα σπίτια, έχει… … Dictionary of Greek
θήσκιον — θήσκιον, τὸ (Α) πάπ. θυμιατήρι, θυΐσκη* … Dictionary of Greek
θειαφιστήρι — το συσκευή με την οποία γίνεται το θειάφισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θειαφίζω + επίθημα τήρι(ον), (πρβλ. θυμιατήρι(ον), κλαδευτήρι)] … Dictionary of Greek
θυΐσκη — θυΐσκη, ἡ (Α) [θύος] θυμιατήρι, λιβανιστήρι … Dictionary of Greek
θυμιατήριο — και θυμιατήρι και θυμιατερό και θυμιατό, το (ΑΜ θυμιατήριον και Α ιων. τ. θυμιητήριον) [θυμιώ] σκεύος στο οποίο καίγεται θυμίαμα, θυμιατό, λιβανιστήρι νεοελλ. σκεύος που χρησιμοποιείται για θυμίαση τού εικονοστασίου τών σπιτιών αρχ. 1. δοχείο για … Dictionary of Greek
θυμιατρίς — θυμιατρίς, ίδος ἡ (Μ) [θυμιώ] το θυμιατήρι … Dictionary of Greek
καπνιστήριο — το (AM καπνιστήριον) [καπνίζω] νεοελλ. χώρος προορισμένος για κάπνισμα μσν. το θυμιατήρι αρχ. πιθ. ατμόλουτρο … Dictionary of Greek
κιχητός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) σκεύος στο οποίο τοποθετείται ο λιβανωτός, θυμιατήρι … Dictionary of Greek
λιβανηστήρι — και λιβανιστήριο(ν), το [λιβανίζω] 1. σκεύος μέσα στο οποίο καίμε λιβάνι για να λιβανίζουμε, θυμιατό, θυμιατήρι 2. φρ. «άρχισε πάλι το λιβανιστήρι» άρχισε πάλι να επαναλαμβάνει ενοχλητικά τα ίδια και τα ίδια … Dictionary of Greek
λιβανωτρίς — λιβανωτρίς, ίδος, ἡ (Α) λιβανοθήκη, θυμιατήρι, λιβανιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού λιβανωτίς, με επίθημα τρίς (πρβλ. ουρη τρίς, υμνη τρίς)] … Dictionary of Greek